- ἱππαστικός
- ἱππ-αστικός, ή, όν,A fond of riding, Plu.Alc.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιππαστικός — ἱππαστικός, ή, όν (Α) [ιππαστός] αυτός που αρέσκεται στην ιππασία, που έχει επίδοση στην ιππασία … Dictionary of Greek
ἱππαστικός — fond of riding masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππαστικόν — ἱππαστικός fond of riding masc acc sg ἱππαστικός fond of riding neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)